σβεστήριον

σβεστήριον
σβεστήριος
serving to quench
masc acc sg
σβεστήριος
serving to quench
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σβεστήριος — ον, θηλ. και ία, Α 1. κατάλληλος ή χρήσιμος για σβήσιμο 2. μτφ. καταπραϋντικός («σβεστήριον κακοῡ φάρμακον», Ηράκλειτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι* + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”